προεξέλεγξη

προεξέλεγξη
η, Ν
προκαταρκτικός έλεγχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προεξελέγχω. Η λ., στον λόγιο τ. προεξέλεγξις, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Αιών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”